lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα δανική

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
betale, justere, normere, reglers, regulere, ordne
Σχετικές λέξεις:
δανική κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα δανική, betale στα ελληνικά
κανονίζω στα δανική