lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα ουγγρική

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
szabályozni, rendezni, intézni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα ουγγρική, szabályozni στα ελληνικά
κανονίζω στα ουγγρική