lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα γερμανικά

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
regeln, richten, regulieren, abfertigen, abtun, besorgen, erledigen, handhaben, verrichten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα γερμανικά, regeln στα ελληνικά
κανονίζω στα γερμανικά