lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα ιταλικά

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
dilatare, posticipare, ritardare, ritardo, tardare, arretrato, pendenza, dilazione
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα ιταλικά, dilatare στα ελληνικά
καθυστέρηση στα ιταλικά