lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καρυκεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
render, spice
καρυκεύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kořenit, ochutit, okořenit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anmachen, einlegen, einmachen, würzen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
beta, mariner, sylte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adobar, condimentar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aguerrir, amordancer, assaisonner, mordancer, épeler
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beta, mariner, nedlegge, sylte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заправлять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beta, marinera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
höystää, maustaa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condimentar, temperar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zaprawiać