lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτίζω στα λιθουανική

Λέξη:
χτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (2):
statyti, gaminti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική χτίζω, χτίζω σωστά εμένα, χτίζω σπίτι μόνος μου, χτίζω σπίτι, χτίζω πύργους στην άμμο, χτίζω πέτρα, χτίζω στα λιθουανική, statyti στα ελληνικά
χτίζω στα λιθουανική