lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτίζω στα ιταλικά

Λέξη:
χτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
compiere, costruire, edificare, effettuare, ergere, eseguire, esercitare, fabbricare, fare, pratica, realizzare, rizzare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά χτίζω, χτίζω σωστά εμένα, χτίζω σπίτι μόνος μου, χτίζω σπίτι, χτίζω πύργους στην άμμο, χτίζω πέτρα, χτίζω στα ιταλικά, compiere στα ελληνικά
χτίζω στα ιταλικά