lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτίζω στα γερμανικά

Λέξη:
χτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (18):
aufbauen, aufführen, aufrichten, ausführen, ausüben, bauen, besorgen, erbauen, errichten, erzeugen, herstellen, konstruieren, mauern, tun, verrichten, vollstrecken, vollziehen, üben
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά χτίζω, χτίζω σωστά εμένα, χτίζω σπίτι μόνος μου, χτίζω σπίτι, χτίζω πύργους στην άμμο, χτίζω πέτρα, χτίζω στα γερμανικά, aufbauen στα ελληνικά
χτίζω στα γερμανικά