lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτίζω στα ρωσικά

Λέξη:
χτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
сооружать, строить, конструировать, сконструировать, выполнять, делать, исполнять, построить, соорудить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά χτίζω, χτίζω σωστά εμένα, χτίζω σπίτι μόνος μου, χτίζω σπίτι, χτίζω πύργους στην άμμο, χτίζω πέτρα, χτίζω στα ρωσικά, сооружать στα ελληνικά
χτίζω στα ρωσικά