lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
χτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
betjene, bygga, bygge, foredra, gjennomføre, gjøre, idka, iverksette, konstruere, oppføre, tømre, utføre, utøva, utøve
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά χτίζω, χτίζω σωστά εμένα, χτίζω σπίτι μόνος μου, χτίζω σπίτι, χτίζω πύργους στην άμμο, χτίζω πέτρα, χτίζω στα νορβηγικά, betjene στα ελληνικά
χτίζω στα νορβηγικά