lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναίνεση στα ουκρανικά

Λέξη:
συναίνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
акордний, апробація, відповідність, гармонія, дзвонити, дзвін, договір, дозвіл, домовленість, збіг, згода, згоду, злагода, злагоду, консенсус, погодженість, порозуміння, розуміння, союз, співзвуччя, спілка, спільність, схвалення, угода, узгодженість, унісон, єднання, єдність
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συναίνεση, συναίνεση της ουάσιγκτον βικιπαιδεια, συναίνεση της ουάσιγκτον, συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση συνιδιοκτητών, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση στα ουκρανικά, акордний στα ελληνικά
συναίνεση στα ουκρανικά