lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύω στα ισπανικά

Λέξη:
μαζεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (21):
acabildar, acopiar, acumular, acumularse, aglomerar, allegar, almacenar, amontonar, coger, coleccionar, colectar, colegir, congregar, cosechar, juntar, juntarse, recoger, recolectar, reunir, reunirse, segar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά μαζεύω, μαζεύω χόρτα, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω τα σύνεργά μου, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω στα ισπανικά, acabildar στα ελληνικά
μαζεύω στα ισπανικά