lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
вмочати, мочіть, змочити, змочіться, змочувати, мочити, соління
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μουσκεύω, μουσκεύω στα ουκρανικά, вмочати στα ελληνικά
μουσκεύω στα ουκρανικά