lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα ουγγρική

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
áztatni, nedvesíteni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μουσκεύω, μουσκεύω στα ουγγρική, áztatni στα ελληνικά
μουσκεύω στα ουγγρική