lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα ρωσικά

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
замачивать, замочить, макать, макнуть, мочить, напитывать, обмакнуть, омочить, подмочить, пропитывать, смачивать, смочить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μουσκεύω, μουσκεύω στα ρωσικά, замачивать στα ελληνικά
μουσκεύω στα ρωσικά