lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα τσεχική

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
impregnovat, louhovat, močit, máčet, namočit, namáčet, navlhčit, omočit, pít, smáčet, vlhčit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μουσκεύω, μουσκεύω στα τσεχική, impregnovat στα ελληνικά
μουσκεύω στα τσεχική