lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
calar, empapar, imergir, humedecer, macerar, rojar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μουσκεύω, μουσκεύω στα πορτογαλικά, calar στα ελληνικά
μουσκεύω στα πορτογαλικά