lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα πολωνική

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
maczać, moczyć, nasiąkać, umoczyć, zmoczyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μουσκεύω, μουσκεύω στα πολωνική, maczać στα ελληνικά
μουσκεύω στα πολωνική