lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα σουηδικά

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
doppa, väta, blöta, väte
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μουσκεύω, μουσκεύω στα σουηδικά, doppa στα ελληνικά
μουσκεύω στα σουηδικά