lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα λευκορωσίας

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
мачаць, змочваць, мачыць, намочваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μουσκεύω, μουσκεύω στα λευκορωσίας, мачаць στα ελληνικά
μουσκεύω στα λευκορωσίας