lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα δανική

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
blødte, dyppe, vælte
Σχετικές λέξεις:
δανική μουσκεύω, μουσκεύω στα δανική, blødte στα ελληνικά
μουσκεύω στα δανική