lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναίνεση στα σουηδικά

Λέξη:
συναίνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
ackord, enlighet, harmoni, koherens, medgivande, överenskommelse, samförstånd, sämja, samklang, samtycke
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά συναίνεση, συναίνεση της ουάσιγκτον βικιπαιδεια, συναίνεση της ουάσιγκτον, συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση συνιδιοκτητών, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση στα σουηδικά, ackord στα ελληνικά
συναίνεση στα σουηδικά