lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναίνεση στα νορβηγικά

Λέξη:
συναίνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
avtale, enighet, forlik, godkjenning, harmoni, ja, koherens, medgivande, overenskomst, samklang, samtykke, tilslutning
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά συναίνεση, συναίνεση της ουάσιγκτον βικιπαιδεια, συναίνεση της ουάσιγκτον, συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση συνιδιοκτητών, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση στα νορβηγικά, avtale στα ελληνικά
συναίνεση στα νορβηγικά