lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναίνεση στα πορτογαλικά

Λέξη:
συναίνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
acorde, acordo, ajuste, aprovação, arménia, beneplácito, conforme, conformidade, consenso, consentimento, consonância, convenção, harmonia, pacto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συναίνεση, συναίνεση της ουάσιγκτον βικιπαιδεια, συναίνεση της ουάσιγκτον, συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση συνιδιοκτητών, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση στα πορτογαλικά, acorde στα ελληνικά
συναίνεση στα πορτογαλικά