lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναίνεση στα γερμανικά

Λέξη:
συναίνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (18):
abkommen, absprache, billigung, einig, einigung, einklang, eintracht, einverständnis, genehmigung, harmonie, jawort, konsens, vereinbarung, vertrag, zuruf, zusammenhang, zustimmung, übereinstimmung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συναίνεση, συναίνεση της ουάσιγκτον βικιπαιδεια, συναίνεση της ουάσιγκτον, συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση συνιδιοκτητών, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση στα γερμανικά, abkommen στα ελληνικά
συναίνεση στα γερμανικά