lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναίνεση στα δανική

Λέξη:
συναίνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (14):
aftale, akkord, bifald, enighed, godkendelse, harmoni, ja, kontrakt, medgivende, overenskomst, overensstemmelse, samklang, samtykke, tilslutning
Σχετικές λέξεις:
δανική συναίνεση, συναίνεση της ουάσιγκτον βικιπαιδεια, συναίνεση της ουάσιγκτον, συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση συνιδιοκτητών, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση στα δανική, aftale στα ελληνικά
συναίνεση στα δανική