lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναίνεση στα ιταλικά

Λέξη:
συναίνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
accordo, ammissione, approvazione, armonia, assenso, beneplacito, benestare, concordia, consenso, convenzione, promessa
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συναίνεση, συναίνεση της ουάσιγκτον βικιπαιδεια, συναίνεση της ουάσιγκτον, συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση συνιδιοκτητών, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση στα ιταλικά, accordo στα ελληνικά
συναίνεση στα ιταλικά