lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονός στα ρωσικά

Λέξη:
μονός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (18):
един, единичный, единствен, единственный, единый, несравненный, нечетный, один, одинок, одинокий, одиночный, сам, само, самое, самолично, самый, сиротливый, только
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μονός, μονός ψεκασμός, μονός νεροχύτης, μονός κόμπος γραβάτας, μονός καναπές κρεβάτι, μονός δισκοβραχίονας, μονός στα ρωσικά, един στα ελληνικά
μονός στα ρωσικά