lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονός στα λευκορωσίας

Λέξη:
μονός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
адзіны, адна, адно, троху, трошку, сам, самі
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μονός, μονός ψεκασμός, μονός νεροχύτης, μονός κόμπος γραβάτας, μονός καναπές κρεβάτι, μονός δισκοβραχίονας, μονός στα λευκορωσίας, адзіны στα ελληνικά
μονός στα λευκορωσίας