lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονός στα ουκρανικά

Λέξη:
μονός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
безлюдний, виключний, винятковий, ексклюзивний, один, одинокий, особисто, підошва, сам, самотинний, самотній, самітний, єдиний, ізолювати, ізолюйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μονός, μονός ψεκασμός, μονός νεροχύτης, μονός κόμπος γραβάτας, μονός καναπές κρεβάτι, μονός δισκοβραχίονας, μονός στα ουκρανικά, безлюдний στα ελληνικά
μονός στα ουκρανικά