lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονός στα δανική

Λέξη:
μονός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
alene, en, end, eneboer, eneste, ensom, et, isoleret, odde, samme, selv, solo, ugift, ulige, unik
Σχετικές λέξεις:
δανική μονός, μονός ψεκασμός, μονός νεροχύτης, μονός κόμπος γραβάτας, μονός καναπές κρεβάτι, μονός δισκοβραχίονας, μονός στα δανική, alene στα ελληνικά
μονός στα δανική