lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα γερμανικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
abbruch, absatz, bruch, einstellung, erholungspause, halt, intervall, lücke, pause, rast, stillstand, stockung, störung, unterbrechung, zwischenraum, zwischenwand, zwischenzeit
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα γερμανικά, abbruch στα ελληνικά
διακοπή στα γερμανικά