lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
estéril, frívolo, fútil, inútil, ocioso, vacilo, vago, vaidoso, vazio, vácuo, vão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα πορτογαλικά, estéril στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα πορτογαλικά