lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα νορβηγικά

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
doven, egennyttig, f, forfengelig, forgjeves, fruktløs, fåfengt, ineffektiv, lens, resultatløs, tom, ørkesløs
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα νορβηγικά, doven στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα νορβηγικά