lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα λευκορωσίας

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
дарэмны, марны, ганарысты, пусты, пыхлівы, славалюбны, фанабэрысты
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα λευκορωσίας, дарэмны στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα λευκορωσίας