lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα δανική

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
doven, egennyttig, f, forfængelig, forgæves, ineffektiv, lens, resultatløs, tom, ørkesløs
Σχετικές λέξεις:
δανική ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα δανική, doven στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα δανική