lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα ιταλικά

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
infecondo, infruttuoso, inutile, ozioso, sterile, vacuo, vanitoso, vano, vuotaggine, vuoto
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα ιταλικά, infecondo στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα ιταλικά