lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα σουηδικά

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (6):
fadd, fruktlös, ineffektiv, resultatlös, egennyttig, f
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα σουηδικά, fadd στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα σουηδικά