lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα τσεχική

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
bezvýznamný, bezúčelný, domýšlivý, hrdý, jalový, ješitný, marnivý, marný, nepatrný, neplodný, nepotřebný, neúrodný, neúspěšný, nečinný, nicotný, planý, prázdnota, prázdný, pyšný, samolibý, sterilní, zahálčivý, zbytečný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα τσεχική, bezvýznamný στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα τσεχική