lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα γαλλικά

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (23):
arbitrer, attiger, décider, définir, départager, déplanter, désigner, déterminer, exagérer, fixer, identifier, indiquer, outrer, préjuger, qualifier, raffiner, rencaisser, replanter, résoudre, statuer, trancher, transplanter, établir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα γαλλικά, arbitrer στα ελληνικά
αποφασίζω στα γαλλικά