lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα αγγλικά

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
instruct, teach, educe, learn, school, study, taught, train, undeceive
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα αγγλικά, instruct στα ελληνικά
διδάσκω στα αγγλικά