lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα ρωσικά

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
инструктировать, обучать, учить, выучить, изучать, исследовать, преподавать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα ρωσικά, инструктировать στα ελληνικά
διδάσκω στα ρωσικά