lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα νορβηγικά

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (11):
belære, instruere, læra, lære, skolere, studere, studie, undervisa, undervise, utdanne, veilede
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα νορβηγικά, belære στα ελληνικά
διδάσκω στα νορβηγικά