lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα ιταλικά

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
ammaestrare, istruire, insegnare, apprendere, imparare, indagine, ricerca, studiare, studio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα ιταλικά, ammaestrare στα ελληνικά
διδάσκω στα ιταλικά