lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα τσεχική

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
cvičit, hloubat, instruovat, pochytit, poučit, slyšet, studie, studium, studovat, studovna, uvažovat, učení, učit, vychovat, vychovávat, vycvičit, vyučit, vyučovat, vyškolit, vzdělat, zkoumat, zvědět, školit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα τσεχική, cvičit στα ελληνικά
διδάσκω στα τσεχική