lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα γερμανικά

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
beibringen, instruieren, lehren, unterrichten, unterweisen, lernen, studieren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα γερμανικά, beibringen στα ελληνικά
διδάσκω στα γερμανικά