lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα πορτογαλικά

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
ensebar, instruir, ensinar, ilustrar, aprender, escudar, estudar, exercitar, preparar, treinar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα πορτογαλικά, ensebar στα ελληνικά
διδάσκω στα πορτογαλικά