lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διδάσκω στα δανική

Λέξη:
διδάσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
instruere, lære, undervisa, undervise, belære, uddanne, studere, studie
Σχετικές λέξεις:
δανική διδάσκω, διδάσκω φυσική, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω τεχνολογία, διδάσκω συνώνυμο, διδάσκω κλίση, διδάσκω στα δανική, instruere στα ελληνικά
διδάσκω στα δανική