lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόβω στα γερμανικά

Λέξη:
κόβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
abnehmen, abschlagen, abschneiden, durchschneiden, fällen, gerinnen, hacken, hauen, kreuzen, kürzen, niederschlagen, schneiden, schnitzen, stutzen, würfeln, zerstückeln
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κόβω, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής στιχοι, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής, κόβω φλέβες, κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω στα γερμανικά, abnehmen στα ελληνικά
κόβω στα γερμανικά