lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόβω στα ιταλικά

Λέξη:
κόβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
abbattere, dilaniare, incrociare, incrociarsi, intersecare, mietere, mozzare, potare, recidere, schiacciare, staccare, tagliare, taglio, tritare, troncare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κόβω, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής στιχοι, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής, κόβω φλέβες, κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω στα ιταλικά, abbattere στα ελληνικά
κόβω στα ιταλικά